Η καλλιτεχνική πρόταση του Μαϊου!
25η ώρα
(Διήγημα by Xavier)
Η εικόνα προέρχεται από το pixabay.com |
Σκηνή Πρώτη
Οι δυο εραστές
ξαπλώνουν στο κρεβάτι. Μόνο ένα λευκό σεντόνι σκεπάζει τα γυμνά τους κορμιά. Ο
άντρας έχει ελαφρώς σηκωμένο τον κορμό του και το κεφάλι του ακουμπά στην πλάτη
του κρεβατιού, ενώ η γυναίκα έχει το πρόσωπο της στο στήθος του εραστή της. Οι
απόλυτα ευθυγραμμισμένες, μέχρι πριν λίγο, ξέφρενες αναπνοές τους, επιστρέφουν
με αργούς ρυθμούς στην φυσιολογική τους κατάσταση. Δεν μιλούν για περίπου πέντε
λεπτά μέχρι ο ένας από τους δύο να αποφασίσει να δώσει τέλος στη γαλήνια σιωπή.
-Ένα πράγμα μου
λείπει μόνο από την εικόνα αυτή, λέει ο άντρας σχεδόν ψιθυριστά.
-Τι σου λείπει;
Ποια είναι η εικόνα, τον ρωτά η γυναίκα επίσης σιγανά, με την φωνή της να
ξεχειλίζει από μια πρωτόγνωρη τρυφερότητα.
-Την εικόνα της
απόλυτης ευτυχίας, προσθέτει αυτός αμέσως. ‘Αισθάνομαι τόσο ευτυχισμένος όταν
είμαι μαζί σου’, συνεχίζει χαϊδεύοντας τα καστανά της μαλλιά. ‘Μόνο ένα τσιγάρο
μου λείπει. ’, λέει ξεφυσώντας.
-Μην σκέφτεσαι
το τσιγάρο. Ευτυχία είναι η ζωή χωρίς τσιγάρο, του απαντά αυστηρά κι η προηγούμενη
τρυφερή χροιά της φωνής της εξαφανίζεται ως δια μαγείας.
-Όχι για μένα
μωρό μου, λέει ο άντρας χαμογελώντας. Αμέσως μετά σκύβει το πρόσωπο του προς το
δικό της και την φιλά γλυκά. Η σιωπή επανέρχεται, για λίγο όμως. Η γυναίκα είναι
αυτή που θα τη σπάσει αυτή τη φορά.
-Τι θα κάνουμε; Ως
πότε θα συμβαίνει αυτό; Πότε θα τελειώσουν τα ψέματα;
Το φως που τόνιζε τα χαρακτηριστικά του προσώπου της έχει χαθεί. Ο ήλιος της κρύφτηκε
πίσω από ένα τεράστιο σύννεφο και μια πυκνή ομίχλη την έχει περικυκλώσει.
-Γιατί με ρωτάς
πράγματα που είναι ανθρωπίνως αδύνατο να απαντηθούν; Δεν ξέρω να σου απαντήσω.
Ξέρω μόνο ότι η στιγμή που ζούμε τώρα δε θα ήθελα να τελειώσει ποτέ. Αυτό ξέρω μόνο.
-Δεν αισθάνεσαι
άσχημα όταν επιστρέφεις στο σπίτι σου; Στη γυναίκα σου; Στα παιδιά σου;
-Είναι τόσο
λίγες οι στιγμές για να τις σπαταλάμε με αυτού του είδους τις συζητήσεις. Δεν
θα σου απαντήσω λοιπόν. Δεν θέλω να χάσω κι άλλο πολύτιμο χρόνο.
Η γυναίκα σηκώνεται
από το κρεβάτι.
-Πέρασε η ώρα.
Πρέπει να φύγω, του λέει χωρίς να τον κοιτάζει.
Στη θέα του
γυμνού της κορμιού, της υπέροχης κατάλευκης πλάτης της, ο άντρας με έκπληξη
αισθάνεται τον ανδρισμό του να σκληραίνει ξανά. Της πιάνει το χέρι και την
τραβά πίσω στο κρεβάτι. Δεν μπορεί να του αντισταθεί. Τα δυο κορμιά μπλέκονται
ξανά μεταξύ τους, ανήμπορα να αντιδράσουν, έρμαια της φωτιάς που τα σιγοκαίει
και ορίζει την κάθε τους κίνηση. Ο αρχαίος ιερός χορός του έρωτα επαναλαμβάνεται
κι όσο διαρκεί είναι λες κι ο χρόνος έχει παγώσει. Δεν είναι ο αληθινός χρόνος
άλλωστε. Είναι ο χρόνος του έρωτα. Χωρίς δείκτες, λεπτά και δευτερόλεπτα…
Σκηνή Δεύτερη
Πέρασαν δέκα
μέρες. Το ζευγάρι βρίσκεται ξανά στο ίδιο κρεβάτι, στην ίδια πάλι θέση. Με την
διαφορά, ότι τώρα η γυναίκα έχει στο στήθος της το κεφάλι του άντρα. Οι ανάσες
είναι γρήγορες ακόμα και τα μάτια παραμένουν κλειστά. Σε λίγη ώρα τα μάτια του
άντρα ανοίγουν.
-Δεν μου αρέσει
ο τρόπος που βρισκόμαστε. Συναντιόμαστε όποτε τύχει, χωρίς σταθερό πρόγραμμα. Η
σχέση μας βασίζεται αποκλειστικά στην τύχη. Και δεν μου αρέσει καθόλου να εξαρτώ
την ζωή μου από αυτήν, είπε με μια ανεπαίσθητη απόχρωση εκνευρισμού στην φωνή του.
-Τι άλλο θα
μπορούσε να γίνει γλυκέ μου; Πως αλλιώς; του απαντάει αυτή χαμογελαστά.
-Δεν ξέρω,
πραγματικά. Ψάχνω συνέχεια να ανακαλύψω και να ορίσω τον δικό μας χρόνο στο
σύμπαν. Ψάχνω τον 13ο μήνα. Την 53η βδομάδα. Την 8η μέρα. Αναλόγως πόσο χρόνο
θέλουμε να περνάμε μαζί. Τον ψάχνω αλλά δεν μπορώ να τον βρω.
-Πόσο χρόνο
θέλουμε ; Πόσο χρόνο πρέπει ή πόσο χρόνο μπορούμε να βρούμε; τον ρωτά η γυναίκα
χωρίς να χάσει το λαμπερό της χαμόγελο.
-Δεν υπάρχουν
πρέπει γλυκό μου παιδί. Ή τουλάχιστον δεν θα έπρεπε να υπάρχουν. Μόνο ‘τα θέλω’
έχουν αξία στη ζωή. Χωρίς αυτά δεν υπάρχει ευτυχία. Δεν υπάρχει χαρά. Δεν
υπάρχει καν ζωή, λέει ο άντρας ξανακλείνοντας τα μάτια του.
-Χώρισε τότε απ’
την γυναίκα σου. Να κάνω κι εγώ το ίδιο. Να ζήσουμε μαζί, του απαντά χωρίς να
σταματήσει να χαϊδεύει τα γκριζαρισμένα του μαλλιά. Το χαμόγελο της όμως τώρα έχει
εξαϋλωθεί και το πρόσωπο της είναι απολύτως ανέκφραστο και χλωμό, σχεδόν νεκρό.
Ο άντρας δεν μιλά κι η γυναίκα ξαναπαίρνει τον λόγο. ‘Την 25η ώρα
γιατί δεν την ανέφερες; Το 61ο λεπτό; Το 61ο
δευτερόλεπτο; Γιατί σταμάτησες; Είναι τόσο ωραία τα όνειρα, μη σταματάς’, του λέει
καθώς σκύβει για να του φιλήσει τα μαλλιά.
-Δεν μου φτάνει
η 25η ώρα. Μια ώρα την μέρα μαζί σου απλά δεν μου φτάνει. Γι’ αυτό
δεν την ανέφερα, προσθέτει την στιγμή που σηκώνει τον κορμό του για να την
φιλήσει με πάθος.
-Θέλω κάτι να
σου πω….. του λέει μόλις καταφέρνει να απαγκιστρώσει το στόμα της απ’ το δικό
του.
-Μην το πεις αν
δεν είσαι απολύτως σίγουρη, της λέει.
-Μου λείπει κάτι
πολύ, λέει ο άντρας σε κάποιο διάλειμμα των παθιασμένων φιλιών.
-Ξεκόλλα επιτέλους
με το τσιγάρο, τον αποστομώνει αμέσως η ερωμένη του.
-Να σου πω κάτι
που σκέφτηκα μόλις τώρα; την ρωτά.
-Να μου πεις ότι
θέλεις γλυκό μου παιδί, του απαντά ρουφώντας τον κυριολεκτικά αμέσως μετά.
-Όσο είμαστε
μαζί, δεσμεύομαι ότι δεν θα καπνίσω ούτε ένα τσιγάρο, όσο κι αν το σκέφτομαι
και το θέλω. Όταν και εάν χωρίσουμε όμως, θα καπνίσω.
-Δεν είναι δίκαιο
αυτό που λες. Θέλεις να μου δημιουργήσεις τύψεις και ενοχές; Περισσότερες απ’
όσες έχω ήδη; Μην το κάνεις αυτό σε παρακαλώ.
-Καλά παιδί μου,
συγγνώμη. Μη μου θυμώνεις, σε λατρεύω μωρό μου…
Σκηνή Τρίτη
Δώδεκα μέρες
μετά. Ίδιος χώρος, ίδιοι πρωταγωνιστές. Το ίδιο λευκό σεντόνι τους σκεπάζει. Οι
ανάσες και οι χτύποι της καρδιάς έχουν μόλις σταθεροποιηθεί. Δεν έχει φως
σήμερα στο δωμάτιο, ο ήλιος δεν έχει εμφανιστεί από το πρωί και βρέχει ασταμάτητα.
-Τι έχεις; την
ρωτά κι η φωνή του στιγματίζεται από ανησυχία και προβληματισμό.
-Τι έχω; Τίποτα
δεν έχω, του απαντάει χωρίς να αφήσει χαραμάδα περαιτέρω αμφιβολίας και
αμφισβήτησης.
-Δεν είσαι καλά
σήμερα. Νομίζεις ότι δεν σε καταλαβαίνω; λέει ο άντρας απτόητος. ‘Θα μου πεις
τι έχεις; προσθέτει. ‘Θέλεις να μου πείς;’ την ρωτά καρφώνοντας τα μάτια του
στα καστανόμαυρα μεγάλα της μάτια.
Αυτή δεν απαντά.
Τον κοιτάζει βαθιά μέσα στα μάτια, αγέλαστη και χλωμή.
-Θεέ μου, πόσο
μου λείπει!, μονολογεί αυτός αποφασίζοντας να μην επιμείνει στις αναπάντητες
ερωτήσεις του. Λίγες στιγμές αργότερα όμως η γυναίκα αλλάζει γνώμη. Θα μιλήσει,
θα απαντήσει, θα εξηγηθεί, το έχει αποφασίσει.
-Φοβάμαι.
Φοβάμαι πολύ. Αυτό έχω, λέει ανέκφραστη. Δεν τον κοιτάζει πλέον, τα μάτια της
έχουν καρφωθεί στις σταγόνες της βροχής που γλύφουν ασταμάτητα το παράθυρο που
βρίσκεται απέναντι της.
-Τι φοβάσαι; την
ρωτά ανήσυχος κι ενοχλημένος που η αγαπημένη του δεν τον κοιτά.
-Φοβάμαι το δώρο
αυτό που μου έχει δώσει η ζωή. Την χαρά αυτή που ζω μαζί σου. Την ευτυχία να
είμαι ερωτευμένη και να ζω τον έρωτα ξανά, έστω και με όλες αυτές τις δυσκολίες
και τα εμπόδια. Έστω κι αν αυτή η ευτυχία είναι μία και μόνο μία ώρα κάθε μέρα.
Είναι η 25η ώρα μου όμως. Κι είναι μια ώρα που αγαπώ και δεν θέλω να
χάσω, είπε χωρίς να αλλάξει θέση στην κατεύθυνση του βλέμματος της’. Δεν ήταν
βέβαιο αν απευθυνόταν στον εραστή της ή στον ίδιο της τον εαυτό. Ο άντρας
προτίμησε να μην τη διακόψει κι έτσι αυτή συνέχισε να μιλά. ‘Πιστεύω ότι τα δώρα στη ζωή δεν χαρίζονται παρά μόνο
ανταλλάσσονται. Κάτι σου δίνει η ζωή και κάτι σου παίρνει. Αυτό συμβαίνει
πάντα. Δεν θα αποτελέσω εγώ εξαίρεση του κανόνα αυτού. Και τώρα φοβάμαι πολύ.
Φοβάμαι συνέχεια. Γιατί πήρα το δώρο μου, το χάρηκα, το απόλαυσα, συνεχίζω να
το απολαμβάνω. Τι θα μου ζητήσει όμως η ζωή ως αντάλλαγμα; Θα είναι κάτι που θα
αντέξω να δώσω; Φοβάμαι τόσο πολύ, συμπλήρωσε κλείνοντας τα μάτια της που είχαν
αρχίσει να βουρκώνουν.
-Τι σκέφτεσαι
μωρό μου υπέροχο; Γιατί ταλαιπωρείς τον εαυτό σου άδικα…, της είπε και την
αγκάλιασε σφιχτά θέλοντας μ’ αυτό τον τρόπο να διώξει όλους τους φόβους που την
πολιορκούσαν, έτοιμοι από καιρό να εισβάλλουν στην ανοχύρωτη πόλη. ‘Ποιος τα
λέει αυτά γλυκιά μου; πρόσθεσε αρπάζοντας την σχεδόν βίαια στην αγκαλιά του. Τα
φιλιά τους ήταν πιο παθιασμένα από ποτέ, η ένωση τους που ακολούθησε το ίδιο. Η
υποψία του τέλους που γεννήθηκε μέσω ενός απροσδιόριστου και παράλογου φόβου έδινε
στον έρωτα τους μία νότα απελπισίας, μια αίσθηση πεπερασμένου σε κάτι που μέχρι
πριν λίγα λεπτά φάνταζε άπειρο. ‘Ο έρωτας τους κινδύνευε; Είχε ημερομηνία
λήξης; Είχε έρθει το τέλος; Όχι, δεν υπήρχε περίπτωση. Αυτός ο έρωτας, ο δικός
τους έρωτας, θα ζούσε για πάντα! Δεν θα πέθαινε ποτέ.’ Αυτές ήταν οι σκέψεις
του άντρα όση ώρα βρισκόταν μέσα της.
Δεν είχαν
προλάβει να ολοκληρώσουν όταν ακούστηκε ο ήχος από το κινητό τηλέφωνο της
γυναίκας. Το παίρνει στα χέρια της απλώνοντας τον κορμό της προς το κομοδίνο χωρίς
να φύγει από την θέση της, μένοντας καρφωμένη πάνω στον εραστή της, που ξαπλώνει
ανάσκελα με τα μάτια κλειστά. Δεν έχει σκοπό να απαντήσει στην κλήση, αλλά
μόλις βλέπει το όνομα του ανθρώπου που την καλεί, αλλάζει αμέσως γνώμη. Με μια
κίνηση απεγκλωβίζεται από το σώμα του αγαπημένου της και σηκώνεται όρθια καθώς απαντά.
Είναι η αδερφή της με την οποία μιλούν πολύ σπάνια. Της είναι αδύνατο να μη
δεχτεί αυτήν την κλήση. Το πρόσωπο της αμέσως σκοτεινιάζει. Είναι απολύτως
βέβαιη γι’ αυτό που θα ακούσει. Δευτερόλεπτα μετά, ούτε καν λεπτό ολόκληρο, κλείνει
το τηλέφωνο.
-Πέθανε η μητέρα
μου, του αναφέρει δακρυσμένη την ώρα που φορά τα ρούχα της.
Σκηνή Τέταρτη
Είκοσι μέρες
πέρασαν πριν βρεθούν πάλι στο ίδιο σκηνικό. Η γυναίκα φορά ένα μακρύ μαύρο
φόρεμα και κάθεται σε μια καρέκλα απέναντι από το κρεβάτι. Ο άντρας είναι
όρθιος μπροστά της και της χαϊδεύει το πρόσωπο και τα μαλλιά.
-Αποφάσισα να
χωρίσουμε, του λέει με φωνή σταθερή. Δεν το πιστεύει κι η ίδια πως γίνεται να
είναι η φωνή της τόσο αταλάντευτη, όταν όλο της το κορμί τρέμει σπασμωδικά και
τα μάτια της είναι πλημμυρισμένα από δάκρυα.
-Γιατί να
χωρίσουμε αγάπη μου; Πως γίνεται να χωρίσουμε εμείς;, της απαντάει την ώρα που
αισθάνεται την απελπισία και την
απόγνωση να τον κυριεύουν. ‘Ο έρωτας μας είναι μοναδικός, της λέει με μάτια
υγρά καθώς σκύβει το κορμί του για να την φιλήσει. ‘Δεν ξέρω αν θέλω να ζω
χωρίς εσένα’, προσθέτει καθώς την παίρνει στην αγκαλιά του.
-Φοβάμαι αγάπη
μου. Δεν μπορώ άλλο, δεν αντέχω άλλο τον φόβο αυτόν. Φοβάμαι για τα πάντα, αλλά
πιο πολύ φοβάμαι για σένα. Φοβάμαι ότι θα πάθεις κακό. Ότι θα σε χάσω για πάντα,
του είπε καθώς αφηνόταν να παραδοθεί στα παθιασμένα φιλιά του.
-Μην φοβάσαι
τίποτα ομορφιά της ζωής μου, δεν πρόκειται τίποτα κακό να συμβεί, προσθέτει δευτερόλεπτα πριν
εισχωρήσει μέσα της, πάνω στο τραπέζι του δωματίου. πριν καν προλάβουν
να βγάλουν τα ρούχα τους.
-Πόσο μου λείπει
αυτό το γαμημένο τσιγάρο, λέει ο άντρας μερικά λεπτά μετά το πέρας της ξέφρενης
ερωτικής πράξης.
Σκηνή Πέμπτη
Οχτώ μέρες αργότερα.
Το σκηνικό είναι λειψό. Λείπει ένας από τους δύο βασικούς πρωταγωνιστές. Η
γυναίκα δεν εμφανίστηκε ποτέ στο ραντεβού. Ο άντρας περιμένει μία ώρα άπραγος,
πριν αποφασίσει να της στείλει μήνυμα στο κινητό της τηλέφωνο. Η απάντηση της
λίγες στιγμές μετά, τον αναγκάζει να δαγκώσει τα χείλη του με δύναμη μέχρι να
ματώσουν.
‘Δεν θα έρθω.
Δεν αντέχω να σε αντικρίσω. Θέλω να χωρίσουμε. Σ’ ευχαριστώ τόσο πολύ για όλες
τις υπέροχες στιγμές που ζήσαμε μαζί. Δεν θα τις ξεχάσω ποτέ, στο υπόσχομαι. Γύρνα
στην οικογένεια σου. Μετά από λίγο καιρό, ο έρωτας μας θα ξεθωριάσει και σιγά
σιγά θα σβήσει, θα το δεις. Να είσαι καλά’.
Δεν απάντησε
στις επίμονες κλήσεις του, ούτε και στα απελπισμένα μηνύματα που ακολούθησαν. Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία πλέον. Η απόφαση
είχε ληφθεί και ήταν αδιαπραγμάτευτη. Το τέλος είχε γραφτεί. Ο άντρας έκλεισε
με δύναμη την πόρτα πίσω του κι έφυγε με κατεύθυνση το πρώτο μπαρ που θα
έβρισκε στο δρόμο του. Σταμάτησε σε ένα περίπτερο να αγοράσει ένα πακέτο
τσιγάρα…
Σκηνή τελευταία - Επίλογος
Ένας μήνας μετά
τον χωρισμό. Δεν την αναζήτησε, δεν την έψαξε. Δεν την ξαναπήρε τηλέφωνο, ούτε
και της έστειλε μήνυμα στο κινητό. Ο εγωισμός του δεν του το είχε επιτρέψει.
Είναι Μεγάλο Σάββατο, μερικά λεπτά πριν την Ανάσταση. Ο άντρας βγαίνει στο
μπαλκόνι να κάνει ένα τσιγάρο, αφού δεν καπνίζει μέσα
στο σπίτι. Ο επτάχρονος γιός του τον τραβάει απ’ το χέρι πριν κλείσει πίσω του
την μπαλκονόπορτα.
-Έλα μπαμπά, μην
καπνίζεις, σταμάτα. Δεν διαβάζεις τι γράφει στο πακέτο; Το κάπνισμα σκοτώνει
γράφει. Τι δεν καταλαβαίνεις μπαμπά; τον ρωτά με ένα ανάμεικτο ύφος έκπληξης
και θυμού.
-Τα πολλά
τσιγάρα σκοτώνουν παιδί μου, όχι το ένα. Έλα, άσε με τώρα να κάνω ένα και σου
υπόσχομαι να το κόψω, του λέει απολογητικά και παρακλητικά. Ο μικρός πείθεται
για την ειλικρίνεια των λόγων του πατέρα του και του αποδεσμεύει το χέρι.
-Εντάξει,
τελευταίο όμως, του ανταπαντά με αυστηρό βλέμμα καθώς κλείνει την
μπαλκονόπορτα.
Ο άντρας ανάβει
το τσιγάρο κι ο λογισμός του τρέχει αυτόματα στη γυναίκα που ποτέ δεν σταμάτησε
να σκέφτεται και να ποθεί. Δυσκολεύεται πολύ να διαχειριστεί την νέα κατάσταση.
Δεν του αρέσει πολύ πλέον η ζωή του χωρίς αυτήν. Η αστραφτερή λάμψη της έχει
χαθεί. Η μαγεία που τη φώτιζε δεν υπάρχει πια. Κι όσες ώρες κι αν σπατάλησε σε
ατέρμονους συλλογισμούς, ποτέ δεν κατάφερε να καταλήξει στον αληθινό λόγο του
χωρισμού τους.
‘Μήπως φταίει το
ότι δεν βρήκαμε τον χρόνο μας; Το ότι δεν βρήκα ποτέ την 8η μέρα;
Την 53η βδομάδα; Τον 13ο μήνα; Μήπως γι’ αυτό χωρίσαμε; Η
25η ώρα όμως, η δικιά της 25η ώρα,
δεν μου έφτανε ποτέ, δεν μου αρκούσε και γι’ αυτό δεν την ήθελα. Μήπως αυτό
ήταν το μεγάλο λάθος; Το ότι δεν μου έφτανε ποτέ η 25η ώρα;’,
σκεφτόταν καθώς συνέχιζε να καπνίζει. ‘Δεν είχε δίκιο πάντως. Δεν πεθαίνει εύκολα ο έρωτας. Ο δικός μου δεν θα πεθάνει ποτέ. Θα πεθάνει
όταν πεθάνω κι εγώ’, είπε στον εαυτό του με σιγουριά ρουφώντας ασταμάτητα το
τσιγάρο του.
Στην τελευταία
ρουφηξιά ακούστηκε πανδαιμόνιο από το χτύπημα των καμπάνων. Η ώρα ήταν 12 ακριβώς. Την ίδια εκείνη ώρα
που πήγαινε να σβήσει την γόπα του τσιγάρου του, ένας άντρας από την απέναντι
οικοδομή ξεκινούσε να αδειάζει την καραμπίνα του, ακολουθώντας μια ιεροτελεστία
που κρατούσε σχεδόν μισό αιώνα. Από πατέρα σε γιό. Προπατορικό αμάρτημα. Μία
από τις σφαίρες πήρε περίεργη τροχιά, χτύπησε σε ένα σιδερένιο κάγκελο,
εξοστρακίστηκε και καρφώθηκε με συνοπτικές διαδικασίες στην καρδιά ακριβώς του
ερωτευμένου άντρα.
Του ίδιου άντρα,
που στιγμές νωρίτερα διαβεβαίωνε τον γιό του ότι ένα μόνο τσιγάρο δεν σκοτώνει…
Ένας υπέροχος έρωτας είχε μόλις πεθάνει…
Η εικόνα προέρχεται από το pixabay.com |
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου