Οργή Ο υπάλληλος Μ σήκωσε το εσωτερικό τηλέφωνο. -‘Πάμε λίγο έξω; Θέλω να σου μιλήσω’. Η υπάλληλος Ν συμφώνησε. Σε δέκα λεπτά βρίσκονταν στο δρόμο. Ο άντρας ήταν αποφασισμένος να εξομολογηθεί τον έρωτα του. Στο κτίριο μπαίνει ένας αφηνιασμένος άντρας. Κρατάει μια καραμπίνα. Η οργή του ξεχειλίζει. ‘Που είναι ο Μ;’ φωνάζει. Αμέσως βροντάει η πρώτη πιστολιά. Ένας υπάλληλος πέφτει στο πάτωμα. Ανοίγει η πόρτα του δεύτερου γραφείου. Δεύτερος κεραυνός. Τρίτος, τέταρτος… Η φωνή του τώρα αλλάζει χρώμα λες κι οι ζωές που παίρνει μαλακώνουν την οργή του. Φεύγει ήρεμος πια. Οι δύο υπάλληλοι επιστρέφουν. Αντικρίζουν τον θάνατο. Ο έρωτας, τους έσωσε τη ζωή. Ο άντρας όμως τώρα δεν τον αισθάνεται. Ο έρωτας αντικαταστάθηκε αυτόματα από κάτι άλλο, μαύρο και μοχθηρό. Την οργή. Μικροδιήγημα Από τον Xavier