Η καλλιτεχνική πρόταση του Μάη 2020!
![]() |
Η εικόνα προέρχεται από το pixabay.com |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ΜΑΖΙ ΤΑ ΦΑΓΑΜΕ
(Διήγημα)
(by Xavier)
Η πόρτα έκλεισε
μανιασμένα. Ο δυνατός θόρυβος έκανε την γυναίκα που μισοκοιμόταν στον καναπέ να
πεταχτεί όρθια αλαφιασμένη.
-Σιγά βρε
παιδάκι μου, με κατατρόμαξες. Θα γκρεμίσεις το σπίτι, είπε θυμωμένα,
συνειδητοποιώντας ότι ο ύπνος της σαν αποδημητικό πουλί είχε πετάξει οριστικά
για άλλα μέρη. Παρατηρώντας όμως καλύτερα τον σύζυγό της, ο θυμός της
μεταλλάχτηκε απότομα σε περιέργεια. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της προσπαθώντας να δει
καλύτερα.
-Τι έπαθες παιδί
μου; Τι συνέβη; Πως είναι έτσι τα μάτι σου; του είπε κι ο τόνος της φωνής της
τώρα δεν περιείχε ούτε θυμό, ούτε έκπληξη, παρά μόνο φόβο.
Ο άντρας με το
μαυρισμένο μάτι, δεν της απάντησε. Κατευθύνθηκε προς το μπάνιο. Η γυναίκα όμως
επέμεινε, οδηγημένη από το κύριο χαρακτηριστικό του φύλου της που δεν είναι
άλλο από την επιμονή και την πίεση, σε βαθμό κακουργήματος πολλές φορές. Ο
άντρας, νομοτελειακά υπέκυψε στην πίεση.
-Άσε με
Πηνελόπη. Θα σκάσω. Παράτα με σε παρακαλώ.
Φυσικά και δεν
ήταν δυνατό αυτό να συμβεί.
-Τι να σε παρατήσω
άνθρωπε μου; Μου’ ρχεσαι στο σπίτι μεσημεριάτικα με μαυρισμένο μάτι κι εγώ θα
το βουλώσω; Είσαι τρελός παιδί μου; Αν εγώ ερχόμουν έτσι, τι θα έκανες; Θα
συνέχιζες να τρως, να πίνεις μπύρες και να βλέπεις τηλεόραση;
Ο άντρας γρήγορα
κατάλαβε, παρά τον πόνο στο μάτι, ότι δεν ήταν προς το συμφέρον του η σιωπή. Η
γυναίκα του θα μπορούσε να του μιλάει για ώρες, πετώντας του μπηχτές, μέχρι να
αποσπάσει την ομολογία του. Σκούπισε το βρεγμένο πρόσωπο του με την πετσέτα,
μπήκε στην κουζίνα, γέμισε την πετσέτα με καμιά δεκαριά παγάκια, την εναπόθεσε
προσεκτικά στον τραυματισμένο οφθαλμό του και σωριάστηκε στην αγαπημένη του
στριφογυριστή πολυθρόνα που βρισκόταν σε απόσταση αναπνοής από την τηλεόραση.
-Πήγα στην
τράπεζα σήμερα, είπε ξεφυσώντας, στην προσπάθεια του να αντλήσει όση δύναμη του
είχε απομείνει για να δώσει το πλήρες ραπόρτο στο αφεντικό του. Είναι τρελό
αυτό που συμβαίνει. Δεν μπορώ να το πιστέψω, είπε σχεδόν μονολογώντας.
-Θα με σκάσεις
άνθρωπέ μου. Τι συνέβη στην τράπεζα; Και πρωτ’ απ’ όλα τι δουλειά είχες εκεί;
Στο τέλος του μήνα δεν πληρώνουμε την δόση; Ποιος σου είπε να πας; Εμένα γιατί
δεν με ρώτησες; Ο θυμός έκανε και πάλι την εμφάνιση στο πρόσωπο της γυναίκας,
μονοπωλώντας την έκφραση της.
Πώς να
αντιδράσεις σ’ αυτές τις ερωτήσεις που σκάγανε σαν σφαίρες από παντού;
Πώς να νικήσεις
τον πόλεμο με ένα απλό πιστολάκι, όταν ο εχθρός σου έχει προικιστεί από την
φύση με ολόκληρο οπλοπολυβόλο;
-Λοιπόν θα μ’
αφήσεις να μιλήσω; της είπε κι αυτός με την σειρά του νευριασμένα. Πήρε μια
βαθιά αναπνοή και ξεκίνησε. Όπως είπα πήγα στην τράπεζα. Μου τηλεφώνησε ο
διευθυντής. Μου είπε ότι ήταν πολύ σημαντικό κι ότι έπρεπε να πάω αμέσως.
Περίμενα βέβαια ότι κάποια στιγμή θα με ειδοποιούσε για εκείνο το έξτρα δάνειο
που είχαμε ζητήσει για τις σπουδές της μεγάλης. Θυμάσαι έτσι;
Η γυναίκα
συγκατένευσε, παραδόξως χωρίς να ανοίξει το στόμα της.
-Ο διευθυντής,
μόλις πέρασα την πόρτα της τράπεζας με πήρε αμέσως στο γραφείο του. Ήταν σοβαρός, βλοσυρός και αγέλαστος.
Ούτε γελάκια, ούτε αστειάκια, αλλά ούτε και κεράσματα όπως παλιά. Να φανταστείς
ούτε καν καφέ δεν με κέρασε το γαϊδούρι. Λοιπόν, αρχίζει να μου λέει κάτι
περίεργα, που δεν τα πολυκαταλάβαινα και όλα, ότι δήθεν ανακάλυψαν ότι τα
οικονομικά μας στοιχεία δεν ήταν καλά, ότι τους είχαμε αποκρύψει πράγματα από
την διαχείριση της επιχείρησης, κάτι για ισολογισμούς και πλεονάσματα, κάτι
τραπεζικές μπούρδες τέλος πάντων. Μου τόνισε ότι είχαν κάνει την δική τους
έρευνα και ότι βρήκανε λαβράκια για τα οικονομικά μας κι ότι δεν ήτανε καθόλου
σωστό – μου είπε ο χοντρομπαλάς κουνώντας το δάχτυλο του μπροστά στα μούτρα μου
- να λέμε ψέματα τόσα χρόνια και να εξαπατούμε την τράπεζα με ψευδή στοιχεία.
-Έλα χριστέ και
παναγιά!, ξεφώνησε η γυναίκα βγαίνοντας μεταφορικά βέβαια από τα ρούχα της. Κι
εσύ τι έκανες; Τι του είπες; τον ρώτησε σχεδόν αλυχτώντας.
-Τι να του πω
βρε χρυσή μου; της απάντησε εκνευρισμένος. Εννοείται ότι τον κοιτούσα
έκπληκτος, αποσβολωμένος. Μόλις συνήλθα απ’ το σοκ, προσπάθησα να τον πάρω λίγο
με το καλό. Τον ρώτησα μήπως είχε γίνει κάποιο λάθος, μήπως ήταν αλλουνού τα
στοιχεία, μήπως είχε γίνει κάποιο μπέρδεμα. Του είπα ότι τα οικονομικά μας
είναι αυτά που ήταν πάντα, ότι ποτέ δεν δώσαμε ψεύτικα στοιχεία. Τότε, αφού
βολεύτηκε στην τεράστια καρέκλα του ρίχνοντας όλο το ασήκωτο βάρος του στην
κακόμοιρη πλάτη της, πήρε την καρτέλα που είχε μπροστά του και άρχισε να
διαβάζει με φωνή δυνατή, αδιαφορώντας για το αν τον άκουγαν όσοι βρίσκονταν
μέσα στην τράπεζα.
-Λοιπόν, έχουμε
και λέμε. Ελευθέριος Μιχαλάκης. Του Πρόδρομου και της Αμαλίας. Γεννηθείς στις
11 Απριλίου 1962. Ιδιοκτήτης ταβέρνας με την επωνυμία ‘Ελευθερία’. Παντρεμένος
με την Πηνελόπη Δημητριάδου. Τρία τέκνα. Την Αρετή με έτος γεννήσεως 1993, τον
Πρόδρομο, έτος γεννήσεως 1996 και την Αλεξάνδρα, 2005. Καλά δεν τα λέω κύριε
Μιχαλάκη; Εσείς δεν είστε αυτός; Έκανα κάποιο λάθος; με ρώτησε κοροϊδευτικά.
-Εγώ είμαι
φυσικά αυτός κύριε μου, ξεκίνησα να του εξηγώ, αλλά δεν μου έδωσε την ευκαιρία,
αφού με διέκοψε αμέσως, αυταρχικά, λες και ήταν κανένας δάσκαλος μεγάλος και
τρανός κι εγώ μαθητούδι του.
-Ε τότε κύριε Μιχαλάκη,
όπως είδατε κι εσείς δεν έχει γίνει κανένα λάθος. Εσείς είστε που δεν μας
δώσατε τα αληθινά οικονομικά στοιχεία της επιχείρησης σας. Εσείς είστε που
εξαπατάτε την τράπεζα αυτή εδώ και πολλά χρόνια τώρα. Και για τον λόγο αυτό,
σας ενημερώνω ότι όχι μόνο δεν μπορούμε να σας δώσουμε το νέο δάνειο που
ζητάτε, αυτό εξυπακούεται βεβαίως, αλλά θα μελετήσουμε διεξοδικά και τον τρόπο
αποπληρωμής των παλαιότερων δανείων που μας οφείλετε. Εννοείται ότι απαιτούμε
την πλήρη αποπληρωμή αυτών των δανείων στο ακέραιο και χωρίς περαιτέρω
ευνοϊκούς όρους. Λυπούμαστε για την εξέλιξη αυτή αλλά όπως καταλαβαίνετε, μόνος
σας οδηγηθήκατε στον ολισθηρό αυτό δρόμο. Να θεωρείτε τον εαυτό σας πολύ τυχερό
που δεν προσφεύγουμε στην Δικαιοσύνη σε βάρος σας για εξαπάτηση για όλα αυτά τα
ποσά που ουσιαστικά υπεξαιρέσατε με τα ψευδή στοιχεία που μας δώσατε, έτσι δεν
είναι κύριε Μιχαλάκη μου;
-Ακούς τι μου
είπε; Τ’ ακούς; φώναξε ο άντρας πετώντας την πετσέτα με τα παγάκια στο απέναντι
παράθυρο. Υπεξαίρεση; Ψεύτικα στοιχεία; Εγώ, κλέφτης και ψεύτης; Άκου πως με
έβρισε, είπε μονολογώντας και κρύβοντας το πρόσωπο του μέσα στα χέρια του.
-Αδιανόητο.
Είναι αδιανόητο. Δεν μπορώ να το πιστέψω, ακούστηκε η φωνή της γυναίκας
πνιγμένη σε θάλασσες απόγνωσης. Και το μάτι σου; Πως έγινε έτσι; Μην μου πεις
ότι τον χτύπησες; πρόσθεσε έντρομη η γυναίκα.
-Δεν πρόλαβα
δυστυχώς. Σηκώθηκα βέβαια απειλητικά από την καρέκλα μου, τα νεύρα μου είχαν
σπάσει κι η υπομονή μου είχε εξαντληθεί. Ακούς εκεί να με βρίζει εμένα, τον πιο
τίμιο άνθρωπο, που δεν έχω πειράξει ούτε μυρμήγκι στην ζωή μου. Δεν θα τον
χτυπούσα, το πολύ πολύ να του έκανα άνω κάτω τα χαρτιά που είχε πάνω στο
γραφείο του, αλλά πριν το καταλάβω μπήκαν μέσα δυο γομάρια και με πέταξαν έξω
από την τράπεζα. Ρεζίλι έγινα. Με ένα από αυτά τα κωλόπαιδα διαπληκτίστηκα και
να η κατάληξη. Αλλά πρέπει να του έσπασα κι εγώ ένα δόντι, ελπίζω τουλάχιστον.
Καλά να πάθει το τσουτσέκι της τράπεζας, ας πρόσεχε.
-Τέλος πάντων.
Ηρέμησε τώρα, ακούστηκε η φωνή της γυναίκας, με έντονη την προσπάθεια να
προσδώσει στην χροιά της λίγη γαλήνη, ηρεμία και σιγουριά. Έλα χαλάρωσε,
πρόσθεσε, δεν θα πεθάνουμε για τους τραπεζίτες. Άλλωστε τόσες τράπεζες
υπάρχουν. Θα βρούμε άλλη να μας δανείσει. Πως κάνεις έτσι; του είπε και κίνησε
να χαϊδέψει το πληγωμένο του πρόσωπο. Ο άντρας όμως σηκώθηκε απότομα από την
θέση του.
-Δεν κατάλαβες
μάλλον καλά Πηνελόπη, της είπε εξαγριωμένα, με φωνή πληγωμένου ζώου. Εννοείται
πως δεν έκατσα με σταυρωμένα χέρια. Πήρα τηλέφωνο στους λογιστές, στους
δικηγόρους. Τους μετέφερα το πάθημα μου κατηγορώντας τους ταυτόχρονα βέβαια για
το γεγονός ότι τόσο καιρό με άφηναν στο σκοτάδι, νομίζοντας εγώ ότι όλα είναι
μέλι γάλα κι ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Και δεν μπορείς να φανταστείς τι
έγινε. Απίστευτα πράγματα. Όλοι τους αυτοί οι ανεπρόκοποι υποστήριξαν την
τράπεζα. Ένας από δαύτους μάλιστα έφτασε στο σημείο να μου πει ότι όλοι μαζί τα
φάγαμε τελικά τα λεφτά κι ότι τώρα είχε φτάσει η ώρα του λογαριασμού. Άκου τον
παλιάνθρωπο. Όλοι μαζί τα φάγαμε λέει, αν έχεις τον Θεό σου! Μαζί τα φάγαμε
λέει, κι αυτός, κι εγώ, κι εσύ, τα παιδιά μας, οι συγγενείς μας, όλοι μας τα
φάγαμε μαζί!
Όπως φαντάζεσαι
τηλεφώνησα και σε άλλες τράπεζες. Κανείς δεν είναι διατεθειμένος να μας
δανείσει. Απολύτως κανένας. Όλοι μου έλεγαν τα ίδια. Τα ίδια και ξανά τα ίδια.
Ψευδή στοιχεία λένε. Η επιχείρηση δεν πάει καλά λένε όλοι. Όχι τουλάχιστον όπως
νόμιζαν. Ότι ξοδεύουμε πιο πολλά απ’ όσα βγάζουμε λένε. Ότι ζούμε πολύ πλούσια
λένε. Ότι κάνουμε σπατάλες λένε. Τ’ ακούς Πηνελόπη μου; Γιατί εγώ δεν πίστευα
στ’ αυτιά μου. Νόμιζα ότι έβλεπα τον χειρότερο εφιάλτη. Ένα τρελό, παρανοϊκό
όνειρο, όπου συμβαίνουν απίστευτα κι ανεξήγητα πράγματα. Τι άλλο μου είπαν τα
παλαβά ανθρωπάκια μέσα στο όνειρο; Α ναι, θυμήθηκα. Ότι διάγουμε πολυτελή βίο
λένε σχετικά με τα έσοδα που έχουμε. Πολυτελή βίο, ακούς; Το σπίτι της μάνας
μου, που το μισό και παραπάνω είναι αυθαίρετο, το αυτοκίνητο δεκαετίας και
βάλε, η ανακαίνιση του μαγαζιού, που πέφτανε από παντού οι σοβάδες στα κεφάλια
των πελατών, είναι πολυτελής βίος. Πες μου είναι δυνατόν να έχει τρελαθεί όλος
ο κόσμος ξαφνικά, γίνεται αυτό; ρώτησε, χωρίς να περιμένει κι ο ίδιος απάντηση.
Κι όπως ήταν
φυσικό, απάντηση δεν ήρθε από πουθενά. Η γυναίκα τον κοίταζε ακίνητη, σαν
μαρμαρωμένη. Και για λίγο, φάνηκε ότι ακόμα και το υπερόπλο της πολυλογίας της
είχε καταφέρει να νικηθεί.
-Φυσικά και δεν
γίνεται, ακούστηκε πάλι να λέει ο σύζυγος της, κατατροπώνοντας την, τώρα που απρόσμενα
είχε βρει την μοναδική του ευκαιρία. Επομένως, μάλλον εγώ θα τρελάθηκα. Φέρε
τον ζουρλομανδύα γυναίκα. Δέσε με. Μ’ ακούς γυναίκα; Δέσε με, θα κάνω κανένα
κακό. Είμαι τρελός! Είμαι παλαβός! Είμαι για τα σίδερα!, φώναξε αδιαφορώντας
για τον τόνο της φωνής του, το περιεχόμενο των λόγων του και εν τέλει για το τι
θα πει η γειτονιά.
Η εσωτερική
πόρτα του δωματίου άνοιξε και ξεπρόβαλλε ένα εφηβικό κεφάλι με πολλά μαύρα
σγουρά μαλλιά. Αφού αφουγκράστηκε για μερικά δευτερόλεπτα, το αγόρι ξανάκλεισε
την πόρτα, μπαίνοντας στο δωμάτιο του και πάλι χωρίς να κάνει οποιαδήποτε
περαιτέρω ενέργεια. Η σιωπή είχε επανέλθει. Μπορούσε να συνεχίσει να συνομιλεί
στο Ίντερνετ με τους συμμαθητές του έχοντας στα αυτιά του ένα ανεκτίμητο σετ
ακουστικών.
-Λευτέρη, για τ’
όνομα του Θεού, ηρέμησε, είπε η Πηνελόπη. Ενοχλείς και το παιδί που διαβάζει.
-Ποιος διαβάζει;
-Το παιδί. Ο
Πρόδρομος.
-Με τα ακουστικά
διαβάζει;
-Όπως θέλει
διαβάζει.
-Άντε καλά. Και
γιατί δεν το βλέπουμε αυτό το διάβασμα στους βαθμούς του; Ο μεγαλύτερος βαθμός
που πήρε ήταν το 15 κι αυτό στα Αγγλικά, που πάει και φροντιστήριο. Διάβασμα το
λες εσύ αυτό; Εκτός κι αν το παιδί είναι χαζό.
-Μη λες τέτοια
γιατί αν είναι χαζό το παιδί, από κάποιον το πήρε.
-Όχι από μένα
πάντως. Εγώ είμαι τρελός. Δεν μπορεί να είμαι και χαζός και τρελός. Πολύ πάει.
Αμάν, τι ήθελα και το ξαναθυμήθηκα. Ω ρε φίλε τι ρεζιλίκι σου έμελλε να πάθεις
σήμερα, μονολόγησε για μια ακόμα φορά την ώρα που σωριαζόταν στον καναπέ,
ανήμπορος να κάνει ή να πει οτιδήποτε. Ήταν φανερό ότι είχε εξουθενωθεί.
Η Πηνελόπη
έμεινε να τον κοιτάζει, αποφασίζοντας να μην συνεχίσει άλλο την κουβέντα. Είχε
φτάσει η ώρα να χρησιμοποιήσει το δεύτερο απόλυτο όπλο καταστροφής με το οποίο
την είχε προικίσει η φύση της: την ατέλειωτη, ανεξάντλητη, αυτοτροφοδοτούμενη και
πηγαία γυναικεία υπομονή.
Όσο απίστευτο κι
αν της φάνηκε, ο Λευτέρης κοιμήθηκε μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα. Ο ύπνος του
ήταν ήρεμος κι η αναπνοή του γαλήνια, σαν μωρού.
Ένα υπέροχο
όνειρο δημιουργήθηκε αυτόματα στο μυαλό του, σαν πιστός και καλός σύμμαχος που
επέστρεψε για να τον βοηθήσει στις δύσκολες αυτές στιγμές που περνούσε. Το
όνειρο είχε μεταμορφώσει τον Λευτέρη σε πειρατή, νέο, ωραίο και γεροδεμένο,
ατίθασο και ατρόμητο κυρίαρχο των θαλασσών, βγαλμένο από τα παραμύθια που
συνήθιζε χρόνια τώρα να διαβάζει τα κυριακάτικα βράδια στα παιδιά του, τα μόνα
βράδια που επέτρεπε στον εαυτό του να απουσιάζει απ’ την ταβέρνα.
Ήτανε λέει μέσα
σε ένα καράβι με χρυσά πανιά και κόκκινα κατάρτια. Η μαύρη σημαία με την
νεκροκεφαλή ανέμιζε σκίζοντας τον ουρανό. Αυτός ξάπλωνε σε ένα ανάκλιντρο, την
ώρα που δυο κακομούτσουνοι άντρες άνοιγαν μπροστά του τα σεντούκια με τους
ποικίλους θησαυρούς, δείχνοντας του τα κάθε λογής τρόπαια. Χρυσά νομίσματα,
ευρώ, χιλιάδες ευρώ, ρουμπίνια, σμαράγδια, ολοστρόγγυλα κάτασπρα διαμάντια,
λίρες χρυσές και δολάρια. Στον ώμο του καθόταν ένας μεγαλοπρεπής παπαγάλος, που
είχε το κεφάλι του τραπεζίτη με τον οποίο είχε μαλώσει το πρωί, τον οποίο συχνά
πυκνά έστελνε στα σεντούκια για να του φέρει κάποιο λάφυρο στα χέρια, για να το
παρατηρήσει καλύτερα. Δίπλα του σε ένα άλλο ανάκλιντρο ξάπλωνε η Πενέλοπε, η
γυναίκα του από την Ανδαλουσία, πανέμορφη, μελαχρινή και φιλήδονη. Λιαζόταν με
κλειστά μάτια, επιδεικνύοντας τα κάλλη της στον ζωοδόχο ήλιο που την φώτιζε
ακόμα παραπάνω. Κάθε τόσο γυρνούσε προς τον ίδιο και τον φιλούσε παθιασμένα, ταΐζοντας
τον ταυτόχρονα στο στόμα με διάφορα καλούδια, σταφύλια, ξηρούς καρπούς και
χουρμάδες. Τρία παιδιά παραδίπλα, φορώντας χρυσές μπαντάνες στο κεφάλι, ξεδιάλυναν
τα υπόλοιπα λάφυρα, παίρνοντας ο καθένας για την πάρτη του ότι ήθελε.
Φανταχτερά κοσμήματα, κολιέ και σκουλαρίκια η μεγάλη, τάμπλετ και σμάρτφον ο
μεσαίος και εκατοντάδες κούκλες με κάθε λογής πανάκριβα φορέματα η μικρή.
Ξαφνικά όμως η
υπόθεση άλλαξε βίαια τροπή. Ο παπαγάλος έβγαλε μια απαίσια κραυγή και αμέσως
ένα σμήνος από αρπακτικά πουλιά έκρυψαν τον καταγάλανο ουρανό. Πριν προλάβει
κανείς να καταλάβει για ποιόν λόγο είχε κρυφτεί ο ήλιος, το σμήνος επιτέθηκε
στο καράβι με μανία, λεηλατώντας ότι έβρισκε μπροστά του. Οι θησαυροί έκαναν
κυριολεκτικά φτερά, με τον παπαγάλο πρώτο να κράζει χαιρέκακα κρατώντας στο
στόμα του ένα γιγαντιαίο ζαφείρι. Πανικόβλητοι οι πειρατές, όσοι πρόλαβαν
βέβαια, μαζί με τον ίδιο, την γυναίκα του και τα τρία παιδιά κρύφτηκαν στο
αμπάρι, αφήνοντας το καράβι ακυβέρνητο, έρμαιο της τύχης του. Ο πειρατής
Λευτερόσα απέμεινε να ακούει έκπληκτος και έντρομος τους φοβερούς θορύβους που
έρχονταν από το κατάστρωμα. Το καράβι, το περίτεχνο αυτό διαμάντι των θαλασσών,
όπως το ονόμαζε, είχε παραδοθεί στους εχθρούς του κι έπλεε ολοταχώς προς τα
βράχια. Ο μέχρι πρότινος πιστός του παπαγάλος τον είχε προδώσει. Έπρεπε να βρει
λύση και μάλιστα άμεσα. Η γυναίκα, τα παιδιά και οι άντρες του τον είχαν
ανάγκη. Δεν διακυβεύονταν πλέον τα πλούτη τους, αλλά η ίδια τους η ζωή.
Σκέψου, σκέψου
κάτι πειρατή Λευτερόσα,!, φώναξε στον εαυτό του. Σκέψου κάτι που να σε πάρει ο
διάολος…
Μια γλυκιά
φωνούλα ήταν αυτή που έσωσε τελικά από την απόγνωση τον πειρατή Λευτερόσα.
-Μπαμπά, ξύπνα.
Ξύπνα μπαμπά σου λέω.
Ο Λευτέρης
άνοιξε διάπλατα τα μάτια του ψάχνοντας για λίγο ασυνείδητα να βρει τους
χαμένους θησαυρούς του.
-Τι έγινε παιδί
μου; Γιατί με ξύπνησες; την ρώτησε απρόθυμα αν και μέσα του γνώριζε καλά ότι η
κόρη του τον είχε μόλις διασώσει από μια τρομαχτική σύγκρουση κι απ’ τον βέβαιο
θάνατο που θα επακολουθούσε.
-Μπαμπά φώναζες
στον ύπνο σου, γι’ αυτό σε ξύπνησα, του απάντησε η μικρή απολογητικά.
-Φώναζα;
ξαναρώτησε δύσπιστα ο Λευτέρης. Σε όλη του την ζωή, πρώτη φορά του έλεγε
κάποιος ότι παραμιλούσε στον ύπνο του.
-Δεν ξέρω
μπαμπά, κάτι μπερδεμένα, δεν καταλάβαινα. Νομίζω επαναλάμβανες όμως αυτό: Α ρε
παλιοπούλι, α βρε πωστόπουλο θα σε πιάσω και θα σε….
-Καλά καλά,
κατάλαβα παιδί μου, είπε ο μπαμπάς προσπαθώντας να σταματήσει την κουβέντα που
δεν φαινόταν να παίρνει ορθό δρόμο.
-Μπαμπά, να σε
ρωτήσω κάτι; είπε η μικρή καρφώνοντας τα ολοστρόγγυλα πράσινα μάτια της, στα
ίδια ακριβώς πράσινα μάτια του ανθρώπου που βρισκόταν δίπλα της. Τι είναι το
πωστόπουλο μπαμπά; Είναι μεγάλο πουλί; Σαν τον αετό; Και γιατί το αγαπάς τόσο
πολύ; Γιατί νομίζω είπες θα σε πιάσω και θα σ’ αγαπήσω. Μπαμπά, πες μου αλήθεια
σε παρακαλώ: Αγαπάς το πωστόπουλο πιο πολύ από εμένα;
Όπως ήταν
φυσικό, ο Λευτέρης δεν απάντησε. Μουρμούρισε κάτι σε μια γλώσσα που θύμιζε
μάλλον την αραμαϊκή, δείχνοντας στην μικρή Αλεξάνδρα ότι δεν είχε διάθεση για
κουβέντα και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Από την ταραχή του είχε ξεχάσει να
φάει όλη την μέρα και η κοιλιά του τώρα επαναστατούσε με δυνατούς θορύβους. Η
Πηνελόπη βρισκόταν από ώρα στην κουζίνα και τακτοποιούσε τον χώρο.
-Μαμά, μήπως
ξέρεις εσύ τι είναι το πωστόπουλο; Το αγαπάς κι εσύ όσο και ο μπαμπάς; ρώτησε
ξανά το κορίτσι που δεν έλεγε να το βάλει κάτω χωρίς να πάρει μια ικανοποιητική
απάντηση στο θεμελιώδες ερώτημα που είχε θέσει.
Οι δυο γονείς
κοιτάχτηκαν βουβά στα μάτια. Αν ήταν μια οποιαδήποτε άλλη μέρα θα είχαν σκάσει
στα γέλια. Σήμερα όμως, ούτε ένα τόσο δα χαμόγελο δεν θα μπορούσε να φυτρώσει
στο ρημαγμένο τους στόμα.
-Τον μπαμπά σου
να ρωτήσεις, είπε η Πηνελόπη κοφτά κι ανόρεχτα.
-Τον ρώτησα αλλά
δεν μου απαντάει μαμά, είπε το κορίτσι απολογητικά αλλά με την ίδια
αποφασιστικότητα χαραγμένη στα μάτια της.
Ο μπαμπάς
κατάλαβε ότι δεν θα έβρισκε ησυχία αν δεν απαντούσε στις απορίες του κοριτσιού.
Της έκανε ένα νεύμα κι αυτή αμέσως έκατσε στα πόδια του. Η Πηνελόπη στο μεταξύ
του είχε φέρει μπροστά του στο τραπέζι δύο λαχταριστές γεμιστές πιπεριές με
ρύζι και κιμά. Μόλις έβαλε στο στόμα του μια μεγάλη μπουκιά, ξεκίνησε να
εξηγεί…τα ανεξήγητα, αφού πρώτα φρόντισε να προσδώσει στο ύφος του ένα πειστικό
κύρος χιλίων και βάλε καρδιναλίων.
-Λοιπόν
Αλεξάνδρα, άκουσε με προσεχτικά. Το πωστόπουλο υπήρχε τα πολύ παλιά χρόνια. Ζούσε
στα βάθη της Αφρικής και ήταν πανέμορφο. Ήταν γλυκό και καλόκαρδο και όλα τα
υπόλοιπα ζώα το θαύμαζαν και το αγαπούσαν γιατί με την μελωδική του φωνή
απάλυνε τους πόνους και τις στεναχώριες τους.
-Τι θα πει
απάλυνε;
-Θα πει
γιάτρευε. Λοιπόν, αυτό ήταν το πωστόπουλο. Δεν υπάρχει πια δυστυχώς, γιατί
εξαφανίστηκε μαζί με τους δεινοσαύρους από έναν τεράστιο μετεωρίτη, θυμάσαι, τα
έχουμε πει αυτά έτσι; Τώρα, εγώ έβλεπα ένα όνειρο στο οποίο ζούσα σε εκείνα τα
πολύ παλιά χρόνια κι επειδή – μέσα στο όνειρο πάντα - ήμουν στεναχωρημένος,
είδα ένα τέτοιο πουλί και το κυνηγούσα για να το βάλω να μου τραγουδήσει έτσι
ώστε να εξαφανιστούν οι στεναχώριες μου. Εντάξει μωρό μου;
Το κορίτσι το
σκέφτηκε για λίγο και τελικά συγκατένευσε. Κάτι όμως φαινόταν ότι συνέχιζε να
του τριβελίζει το μυαλό, σαν μια ενοχλητική μύγα.
-Μπαμπά, ωραία
δεν θα ήταν να υπήρχαν ακόμα τα πωστόπουλα; Θα μπορούσαμε να έχουμε κι εμείς
ένα στο σπίτι, να μας τραγουδάει ωραία και να το αγαπάμε πολύ. Τι λες εσύ
μπαμπά;
-Ναι, ωραία θα
ήταν, είπε ο Λευτέρης ξεφυσώντας απεγνωσμένα. Άντε πήγαινε τώρα στο δωμάτιο σου
κι άσε με επιτέλους να φάω.
Το κορίτσι
εξαφανίστηκε σαν σίφουνας. Ο Λευτέρης, αν και δεν ήταν ιδιαίτερα περήφανος για
την εξήγηση που μόλις είχε δώσει στην κόρη του, ξεφύσησε ξανά, αυτή την φορά
όμως απόλυτα ανακουφισμένος.
Το μυαλό του
όμως κατακλύστηκε αστραπιαία από δυσοίωνες σκέψεις. Η αλήθεια ήταν ότι
χρειαζόταν λεφτά. Και μάλιστα άμεσα. Τι θα έπρεπε τώρα να κάνει; Μήπως θα
έπρεπε να ξαναπάει στην τράπεζα αύριο; Μήπως θα έπρεπε να περιμένει να τον
καλέσουν αυτοί για τον επαναπροσδιορισμό του δανείου, όπως του είχαν πει; Μήπως
θα έπρεπε να στραφεί αλλού, σε κάποιον φίλο ας πούμε για δανεικά; Μήπως να το’
ριχνε στον τζόγο; Μήπως να περνούσε από το καζίνο το βράδυ για ένα τελευταίο
καλό φύλλο; Ή μήπως θα αναγκαζόταν να κάνει το απονενοημένο: να στραφεί δηλαδή
στους τοκογλύφους της γειτονιάς για ένα γρήγορο αλλά πανάκριβο δάνειο;
Όλες οι ιδέες
κακές. Η μία χειρότερη από την άλλη. Αισθάνθηκε την απόγνωση να τον κατακλύζει.
Πήρε βαθιές αναπνοές, προσπαθώντας να ξαναβρεί την χαμένη του αυτοκυριαρχία.
Δίχως όρεξη και
δίχως κουράγιο, αμίλητος και προβληματισμένος, σκυφτός, μικρός παλαιολιθικός
ανθρωπίσκος, σηκώθηκε από την καρέκλα, έβαλε τα παπούτσια του και χωρίς άλλη
χρονοτριβή άνοιξε την πόρτα και την έκλεισε σιγανά πίσω του αυτή την φορά.
Η ταβέρνα, το
δεύτερο του σπίτι, μέσα από την γνωστή, καθημερινή, μονότονη κι αέναη διαδρομή,
θα ήταν ο επόμενος προορισμός του.
![]() |
Η εικόνα προέρχεται από το pixabay.com |
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου